- περίτμημα
- περίτμημαpiece cut offneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίτμημα — τὸ, ΜΑ [περιτέμνω] περίκομμα, κομμάτι, τεμάχιο, απόκομμα μσν. 1. τομή γύρω από κάτι, περιτομή 2. τα σημεία όπου έγινε η περιτομή, το κόψιμο, η κοψιά της αρχ. 1. σκάλισμα, γλυφή γύρω από κάτι («πινάκων ἀργυρῶν περιτμήματα», επιγρ.) 2. φρ.… … Dictionary of Greek
περιτμημάτων — περίτμημα piece cut off neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτμήμασιν — περίτμημα piece cut off neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτμήματα — περίτμημα piece cut off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)